- αγκώνω
- 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ.ΠΑΡ. νεοελλ. άγκωμα].
Dictionary of Greek. 2013.